ΤΟ ΠΥΡΓΙ
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Ξεκινώντας μαύρα χαράματα από τη Χώρα, πήραμε με βιάση το δρόμο του Κάμπου κι ύστερα βγαίναμε στ' ανοιχτά του Νεχωριού πριν φουντώσει ο ήλιος και μας κόψει τα πόδια ώρες μετά, ανάμεσα στην πρωινή σκόνη και το ψιλό άχυρο που σηκωνόταν από τ' αλώνια την ώρα του ξανεμίσματος, φάνηκε το χωριό σαν ζωγραφιά από παλιό βιβλίο. Εκείνο τον καιρό κανείς μας δεν ήταν χορτασμένος ούτε κι από ταξίδια και μια τέτοια μετακίνηση έπαιρνε διαστάσεις παραμυθιού και παραμέριζε την πείνα και την πίκρα για το "αύριο". Εκείνα τα ψηλά, πέτρινα σπίτια με τη δαντέλλα των "ξυστών" στις προσόψεις, τα λουλουδιασμένα μπαλκόνια, ή τις καμάρες τις πέτρινες σκάλες, και τις γραμμές των μπαλκονιών, φέρνανε στο νου κάτι σκηνογραφίες του Μπακστ που θυμόμουν από παλιά περιοδικά των θειάδων μου από την Αλεξάνδρεια. Μαζί με τους ανθρώπους του χωριού με τις μαυρόασπρες τις φορεσιές, τις μεγάλες σκιές στα σοκάκια και εκείνη την περίεργη αίσθηση της κλεισούρας μα και της σιγουριάς, σταματούσαν την ανάσα. Μπαίνοντας από την πρώτη καμάρα στην καρδιά του χωριού και πιο πάνω, στην πλατεία με την δαντελωτή εκκλησιά της Παναγιάς, πατούσες το πόδι σου σε τόπο καινούργιο και πίσω, σε χρόνια παλιά.

Τότε συναντήθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τη σκιά και το "μαύρο φως" που αργότερα βρήκα στον Ελύτη. Κάθε σοκκάκι ήταν ένα μάθημα σχεδίου, όγκου, προοπτικής που τότε ούτε καν υποψιαζόμουν, έτσι μεθυσμένος που ένοιωθα με όλες τούτες τις καινούργιες, καυτές εικόνες. Ζαλιζόμουν με όλη εκείνη την παρέλαση της γεωμετρίας στους ψηλούς τοίχους και κάτω από τα μπαλκόνια και στάθηκα πλάι σ' ένα γέρο σιωπηλό με τον παραγυιό του που δουλεύανε παρακάτω. Με μια ρίγα κι ένα εργαλείο κοφτερό έκοβε ο γέρος τον μαλακό σουβά κι ο παραγυιός έξυνε σβέλτα τα μέρη εκείνα που θα 'πρεπε να φύγουν για να βγει το δαντελένιο σχήμα. Πάνω τους κρεμόταν αράδα οι "ρέστες" τα φλογερά ντοματάκια και τα χρυσά κρεμύδια.

Από το ψηλό, μαρμαρένιο καμπαναριό της Παναγιάς τούτη η πολιτεία του άσπρου-μαύρου άχνιζε στην μεσημεριανή κάψα και θύμιζε κάτι παλιές, ανατολίτικες πολιτείες που περιγράφανε στα παραμύθια για τον Αλή Μπαμπά και την κομπανία του μόνο που εδώ όλα ήταν ειρηνικά και οι ληστές και οι πειρατές είχαν αφανιστεί χρόνια πολλά πριν. Εκείνη τη φωτερή μέρα, ώρα με την ώρα, γεννιότανε μέσα μου σχέδια και ζωγραφιές, στολίδια και σχήματα, όλα σκληρά σαν την αντηλιά μα μ' ένα δικό τους, παιχνιδιάρικο πρόσωπο. Τα μικρά, καστροπαράθυρα, οι "δοξαράδες" που ένωναν τα σπίτια και τις ταράτσες καμιά φορά, το βαθύ σκοτάδι στους στάβλους και τα χαλάσματα, τοίχο-τοίχο για να περπατά στην παχειά, μαύρη σκιά τριγύρισα σε τούτο το λαβύρινθο από σπίτια, σταύλους, ανθρώπους γελαστούς και παράξενους και τις δεκάδες τις εκκλησιές, σε κάθε στροφή του δρόμου.

Από τη βραδυά εκείνη της κατοχής το Πυργί όλο και τριγυρίζει στο μυαλό και την καρδιά, θρονιάζεται σε κάποια σειρά σχεδίων, χαμογελά μέσα από ζωγραφιές και γνέφει από τα χαράγματα με τις μεγάλες, κοφτές σκιές του μαύρου που δεν είναι απόλυτα μαύρο και του λευκού που πληγώνει τα μάτια αν δεν καλοπροσέξεις.

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από αδημοσίευτη σειρά σημειώσεων ημερολογίου με τον προσωρινό τίτλο ΨΗΦΙΔΩΤΟ και περιέχει αναμνήσεις και εντυπώσεις από τους τόπους και τους ανθρώπους που στάθηκαν σημαδιακοί στην εξέλιξη της καλλιτεχνικής δουλειάς του ζωγράφου. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Χιακά επίκαιρα" τον Οκτώβρη του 1985. Κρατήθηκε η ορθογραφία και η σύνταξη του πρωτοτύπου.
© 2005 ΤΟ ΠΥΡΓΙ ΤΗΣ ΧΙΟΥ Created by: George Toumpos and Giannis Kampas     web master: K.Theotokas