ΤΟ ΠΥΡΓΙ
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ
Χάρηκα άμα, το είδα το Πυργί. Στο Πυργί, κ' οι πέτρες γελούνε. Ο Πυργούσης δε σκύβει κεφάλι λεφτεριά και καλωσύνη βλέπεις στο πρόσωπό του. Αχάριστος δεν είναι κι όλο θυμάται το καλό. Είναι έξυπνος κι ότι πης, αμέσως το καταλαβαίνει. Ο Πυργούσης σέβεται τα παλιά του τα έθιμα μάλιστα περηφανέβεται που τα βαστά. Έχει δίκιο ο Πυργούσης ποτές δεν πρέπει ν' αρνηθής μήτε τόνομα, μήτε τη θρησκεία μήτε τη γλώσσα του πατέρα σου.
Όταν μπήκα στο Πυργί, ήρθανε όλοι τους να με καλωσορίσουνε. Κόντεβε να βραδυάση και σα λούλουδο στον ουρανό λίγο λίγο ξάνοιγε το φεγγάρι κι άρχιζε να χρυσίζη. Νόμισα πως έβλεπα μπροστά μου παραμύθι ζωντανό και πως ζούσα και γώ μέσα, όταν τους είδα μαζωμένους δεξιά και ζερβιά στους στενούτσικους δρόμους, ανάμεσα στα πέτρινα σπίτια, τον καθένα με το δαδί στο χέρι, κάτασπρα ντυμένους να με χαιρετούνε. Καθόμουνε απάνω στο μουλάρι και προχωρούσα σιγά κ' έδινα χεριές από δώ, χεριές από κεί, και τα πρόσωπα γελούσανε και σα να δακρύζανε τα μάτια μου.

Σαν μπέης, μπέης έρχεσαι, σαν μπέης κατεβαίνεις,
Σαν κυπαρίσσιν αψηλό μεσ' στο χωριό μας μπαίνεις.

Όχι, Πυργουσάκια μου, δεν είμαι μπέης, κι ο Μαχμούτης το ξαίρει δεν είμαι κυπαρίσσι και μεγαλεία δε γυρέβω. Είμαι χωριατόπουλο σαν και σας και τα χωριάτικα μου αρέσουνε. Η προφορά σας μου γλυκοχαδέβει τ' αφτιά και καμαρώνω τις φορεσιές σας. Ο Πυργούσης άλλο δεν ξαίρει παρά την παλιά του τη φορεσιά. Ασπρα ρούχα φορούνε οι άντρες, άσπρα ρούχα οι γυναίκες, άσπρα τα παιδιά. Πρέπει μάλιστα τις Πυργούσαινες να τις διής, τι χάρη που την έχουνε όταν αγάλια, αγάλια, με χρόνο και με ρυθμό, σαν καράβι πού κουνιέται και πάει, περνούνε από κάτω από τις καμάρες, βγαίνουνε από τις στενάδες μέσα κι άξαφνα προβέλνουνε όξω στη στράτα, για να πάνε στη πηγή, με το σταμνί στη πλάτη, με το ξεστρογγυλωτό τους μπράτσο κερτωμένο για να βαστά το σταμνί-όλες ασπροντυμένες, σα ζωντανές μαρμαροκολόνες που περπατούνε, που ξεχωρίζουνε και φέγγουνε απάνω στο γαλανό χρώμα τ' ουρανού.
Παιδιά σας έβαλα στην καρδιά μου! Ένα μάλιστα μου άρεσε στο Πυργί ποτές δεν πάτησε Πυργούσης στο σκολειό. Για τούτο τους αγάπησα τόσο. Ένας Πυργούσης μου μίλησε με πολλή γνώση -"Τα γράμματα, λέει, τι θα τα κάμουμε; Αν είτανε τουλάχιστο γράμματα που να μπορούσανε κάτι να μας χρησιμέψουνε, δεν έχουνε κανένα νόημα για μας". ...
Ελάτε, δασκαλάκια στο χωριό. Στο χωριό, με τον καθαρό τον αέρα, με την ωραία την φύση, θα ξανοίξη κι ο νους κ' η καρδιά σας. Όλα καλά στο χωριό . Χαίρεσαι διπλά τη ζωή, αν και κάπου κάπου κανένας κρυφός, κανένας γλυκός πόθος γεννιέται μέσα στην ψυχή σου. Νιώθει κανείς μ' όλα του τα δυνατά ποίηση και φύση. Έκαμα και γω, στο σπίτι όπου κόντεψα, δυό πυργούσικους στίχους της Μαρούς του Γιαννίρη.

Γράμματα είν' τά λόια σου τσαί τό Πυργκί σκολειό μου,
Τσ ' εώ Πυργκούη θά εννώ, ά τό κάω ωργκιό μου.

Από το βιβλίο του Γιάννη Ψυχάρη "Το Ταξίδι μου". Κρατήθηκε η ορθογραφία και η σύνταξη του πρωτοτύπου.
© 2005 ΤΟ ΠΥΡΓΙ ΤΗΣ ΧΙΟΥ Created by: George Toumpos and Giannis Kampas     web master: K.Theotokas