ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο ΔΙΠΛΟΣ
Με το άνοιγμα του Τριωδίου άρχιζε μια εξαιρετικά διασκεδαστική και εύθυμη περίοδος για τους Πυργούσους, οι Απόκριες.
Είχαν, φαίνεται, πλήρη επίγνωση της αρχής ότι το γέλιο μακραίνει τη ζωή και της προσδίδει χρώμα ότι η εύθυμη διάθεση και η ψυχαγωγία ανανεώνουν ψυχικά τον άνθρωπο και του δίνουν κουράγιο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των δυσχερειών που δημιουργεί η καθημερινή βιοπάλη.

Το Τριώδιο άνοιγε με το διπλό. Ο διπλός ήταν χορός που χορευόταν κάθε Κυριακή εκτός από την τελευταία, την Τυρινή, μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, στις κεντρικές γειτονιές του χωριού, στο Λιβάδι, στην Πατασά και σπανιότερα στου Ξένου. Όταν ήταν πια προχωρημένη η νύχτα, ο διπλός σταματούσε στις γειτονιές και συνεχιζόταν στα σπίτια και πέρα από τα μεσάνυχτα.
Στην πλατεία και στους κεντρικούς δρόμους του χωριού, όταν "έπιαναν" διπλό, όλοι οι χορευτές κρατούσαν από ένα αναμμένο κερί, επειδή ο διπλός άρχιζε συνήθως με το πρώτο σκοτάδι.
Τα παλληκάρια πρόσφεραν στις κοπέλες τα κεριά, τα οποία αγόραζαν από τα παρακείμενα παντοπωλεία.
Έχω τη γνώμη ότι η ονομασία του χορού "διπλός" προήλθε κατά παράλειψη του ουσιαστικού "κύκλος" (ο διπλός κύκλος), γιατί πράγματι ο διπλός ήταν κυκλικός χορός και οι χορευτές σχημάτιζαν πλήρη, κλειστό κύκλο, ο οποίος όμως σχηματιζόταν από την ταύτιση δύο κύκλων.
Γι' αυτό ο διπλός, όσον αφορά τη διάταξη των χορευτών, ήταν σφιχτοδεμένος κύκλος.
Δηλαδή ο κάθε χορευτής άπλωνε τα χέρια του και έπιανε προς τα δεξιά του την παλάμη του αριστερού χεριού του δεύτερου στον κύκλο χορευτή και όχι του αμέσως διπλανού του, και προς τα αριστερά του την παλάμη του δεξιού χεριού του δεύτερου πάλι χορευτή. Έτσι κάθε χορευτής είχε μπροστά του, εφαπτόμενα στο σώμα του, δύο πιασμένα χέρια των διπλανών του χορευτών. Εάν τα πιασμένα χέρια που βρίσκονταν προς τα εμπρός και σταυρωτά πάνω από τα χέρια των άλλων χορευτών (αυτό συνέβαινε σε χορευτή παρά χορευτή υψώνονταν και περνούσαν πάνω από τα κεφάλια και προς το πίσω μέρος των χορευτών που είχαν τα χέρια τους κάτω από τα χέρια των διπλανών τους, αυτόματα θα σχηματίζονταν δυο κύκλοι, ο εξωτερικός απ' αυτούς που θα ύψωναν τα χέρια τους και θα κινούνταν λίγο προς τα πίσω, και ο εσωτερικός απ' αυτούς που θα έμεναν ακίνητοι. Έτσι ο κάθε χορευτής θα βρισκόταν ανάμεσα στους δύο χορευτές, των οποίων κρατούσε τα χέρια - του ενός το δεξί και του άλλου το αριστερό.
Γύρω από τον κύκλο του διπλού συγκεντρώνονταν οι ηλικιωμένοι άντρες και γυναίκες, τα παιδιά και οι νέοι και οι νέες που πενθούσαν, για να απολαύσουν περισσότερο το τραγούδι παρά το χορό.
Γιατί ο διπλός ήταν ένας ιδιότυπος χορός, στον οποίο κυρίαρχα στοιχεία ήταν ο λόγος και το αίσθημα, η αρμονία του ποιητικού λόγου και το αισθηματικό βάθος του τραγουδιού που τόνιζε το χορευτικό ρυθμό.
Γιατί ο διπλός ποτέ δεν συνοδευόταν από μουσικά όργανα, αλλά μόνο από το τραγούδι των χορευτών.
Ο ρυθμός του χορού και το μέλος (ο σκοπός) των τραγουδιών είναι ποικίλα.
Ο χορευτικός ρυθμός του διπλού είναι τριών ειδών: ο αργός, ο γρήγορος και ο πολύ γρήγορος (ο πεταχτός). Το μέλος του τραγουδιού είναι αντίστοιχα το βαρύ, το χαρούμενο και το πολύ χαρούμενο. Τα τραγούδια ήταν στιγμιαίας έμπνευσης και το περιεχόμενό τους ποικίλο: ρομαντικά, ερωτικά, επαινετικά για τον τόπο και τους παρευρισκομένους, αλλά ενίοτε και σκωπτικά. Το σκώμμα μπορούσε να κλιμακωθεί από το απλό πείραγμα μέχρι και την πιο καυστική σάτιρα, χωρίς όμως παρεξηγήσεις.
Δύο χορευτές, αδιάκριτα από φύλο, μπορούσαν να αρχίσουν το λεγόμενο "καρσιλαμά" να πει δηλαδή ένας από τους χορευτές ένα τραγούδι για άλλο χορευτή και να απαντήσει αυτός και να του ανταπαντήσει ο άλλος και να συνεχιστεί ο έμμετρος διάλογος μεταξύ τους επί ώρα πολλή. Οι τραγουδιστές στην προκείμενη περίπτωση έδιναν το μέτρο της ευφυίας τους και της στιχοπλοκικής ικανότητάς τους. Τα τραγούδια είναι συνήθως αυτοτελή τετράστιχα. Ο πρώτος και ο τρίτος στίχος είναι οκτασύλλαβοι και ο δεύτερος και ο τέταρτος επτασύλλαβοι και ομοιοκατάληκτοι.
Δηλαδή κάθε δίστιχο ισοδυναμεί με ένα δεκαπεντασύλλαβο στίχο του δημοτικού τραγουδιού.
Ο τραγουδιστής άρχιζε λέγοντας τον πρώτο στίχο του τραγουδιού του και τον επαναλάμβαναν όλοι οι χορευτές. Ο τραγουδιστής ξανάλεγε τον αρχικό στίχο, προσθέτοντας αυτή τη φορά και το δεύτερο.
Οι χορευτές επαναλάμβαναν μόνο το δεύτερο. Το ίδιο γινόταν και με το επόμενο δίστιχο. Ο ίδιος τραγουδιστής μπορούσε να συνεχίσει, τραγουδώντας χωρίς διακοπή πολλά τετράστιχα. Πολλοί, που είχαν καλή φωνή, αλλά δε διέθεταν το χάρισμα της ποιητικής δημιουργίας και είχαν την επιθυμία να τραγουδήσουν, ζητούσαν από τους διπλανούς χορευτές ή από άλλους, που βρίσκονταν γύρω από τον κύκλο εκτός του χορού και είχαν την ικανότητα της σύνθεσης τραγουδιών, να τους υπαγορεύσουν τετράστιχα, τα οποία τραγουδούσαν.
Αρχισε γλώσσα μ' άρχισε τραγούδια ν' άραδιάεις,
τον έρωτα με τα σπαθιά να τόνε κομαθιάεις.
Κομάθια κι αν τον κάμουνε και στο γιαλό τα ρίξουν,
πάλι τα κομματάτσα του, όπου βρεθούν θα σμίξουν.

Και τα δυο δίστιχα μιλούν για τον ερωτά. Στο πρώτο τα σπαθιά κομματιάζουν τον έρωτα, το δεύτερο τον έρωτα τον παρουσιάζει τόσο αδιάσπαστον, τόσον ζωηρόν, που, κι αν ακόμα κομματιαστεί και τα κομμάτια ριχτούνε στη θάλασσα ως να είναι σώμα, πάλι τα κομμάτια του θα σμίξουνε συναντούμενα. Το σατυρικό δεν έλειπε από κάθε εκδήλωση.
Διπλό, διπλό βρ' αμάν αμάν
κι έρχοντ' ελιές με ταραμάν
κι έρχονται και κρομμύδια
ως τη Λαμπρή την ίδια.

Ας πει τραβούδια τσ' η Μαρού πολλών λογιών που ξέρει,
για του Μαγιού τα πούλουδα τσαι τ' άσπρο περιστέρι.
(Ασπρο περιστέρι ελόγιζε τον άγαπητικό).

Και ένα δίστιχο με απόκριση, που τις τέτοιες περιπτώσεις τις λέγανε καρσιλαμά και αυτός ο καρσιλαμάς μπορεί να συνεχίσει ώρες αν τύχει να μπλεχτούνε ταλαντούχοι.
Έχτές βράδυ που κάμανε τις τόες πατουνάδες,
όλοι των ήταν μέθυσοι λιάϊν τσαι φαγάδες.
Και ακολουθεί η απόκρισης από το παλληκάρι που ήτανε στις χτεσυνοβραδυνές πατουνάδες και τσουχτερή.
Έχτές βραδύ γυρίσαμεν τις όμορφες κοπέλλες
τσ' επίτηδες ξεχάσαμεν μόνον τις κατσιδέλες.

Και άλλο τραγούδι σε καρσιλαμά από χωρατατζήδες, που δεν παραξηγιόντουσαν, όσο κι αν ήταν καυστικά τα μεταξύ τους τραγούδια, φυσικά με έννοιες παρμένες μέσα από την καθημερινή τους ζωή. Ο πρώτος καυχιόταν την καλοπέραση του. Ο δεύτερος τον μαστιγώνει.
Ζωή που την περνώ παιδιά μέσα στο σπιτικό μου, ότι ζητήσω γίνεται σα χάρισμα δικό μου.

Και η απάντηση.
Αβάρετος καλαναρχά την καλοπέρασην του,
σε μας που την εξέρομεν παιδιά την αίρεσην του.
Στο σπίτι των περνούσανε με σύκα φουρνιασμένα,
τσαι που τσαι που καμμιά τσιβιά μ' ότι σκουλητσασμένα.
Κι ακόμη αν γυρίσαμε στους πρωτινούς των χρόνους
ετρώαν κλιθαρόψωμο, ελιές τσαι σαλιακόνους
τσαι πάνω στο τραπέζι των χορεύγαν τα κρομμύδια,
σαν που τσαι οχλοτριπηδούν σπίνοι στα τσεραμίδια.

Τα τραγούδια που είχε κάθε μια εποχή, ήτανε ρυθμισμένα σε διαφορετικούς ήχους και κάθε ρυθμός είχε μέσα του τη γοητεία, πού μεθούσε τον ακροατή και που αυτός, ο γοητευτικός ενθουσιασμός, προκαλούσε σε όλους τον ερεθισμό για τραγούδι. Και πάντοτε το τραγούδι έζωντάνευε και έλάμπρυνε τις συντροφιές στο χωριό, στα χωράφια, παντού σε ατμόσφαιρα φυσική, εκεί που με το κοντάρι τραβούσαν το νερό για τον κήπο, στο αλώνι που η Ψαρή με την Κότσινη σέρνανε τη λουκάνη, για να τρίψουν τα στάχυα φορώντας τα βοστόματα (φίμωτρα για να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς καθυστέρηση).

Και ύστερα από το πολύ χόρτασμα της καρκαλούσας, φθάναμε στην Κυριακή των βολών, όπου το καθιερωμένο φαγητό σε όλα τα σπίτια ήταν το χοιρινό με βόλους φιαγμένους από χοντρό (αλεσμένο σιτάρι).
Την τελευταίαν Κυριακή μαζευόντουσαν σε ένα σπίτι πολλές οικογένειες, γειτόνοι, συγγενείς και φίλοι από ξέμακρες στενάδες (γειτονιές), και κάθε μια έφερνε μαζί της φαγητά, αυγά, τυριά, μουζύθρες και πηχτή από ψάρια και όλα προσφερόταν στο κοινό φαγοπότι, σε όλους που αποκριώνανε άδελφωμένα.

Την ημέραν αυτήν, την Τυρινή, από τις πρωινές ώρες, γυροφέρνανε στους δρόμους παιδιά ντυμένα αποκριάτικα, με ρούχα φροντισμένα και με πολλά στολίδια, γιατί η κάθε μάνα τόχε καμάρι της, να ντύσει το παιδί της πιο στολισμένα από τα άλλα παιδιά, όπου και από τις πρώτες απογευματινές ώρες παρουσιαζόταν και τα παλληκάρια φουστανελλοφόρα και λίγο - λίγο σμίγανε στις παρέες τους, που κάθε μια είχε και τη δική της ζυγιά (όργανα).
Παίρνανε καμμιά βότα την Πατασά σε χασάπικο χορό και η κάθε παρέα κατέληγε στο μαγαζί που θα την φρόντιζε για ποτά. Από την άλλη μεριά οι κοπέλες ντυμένες κι αυτές σε συντροφιές, βγαίνανε σε βόλτα και καταλήγανε κοντά σε ζυγιά, που τις είχαν ειδοποιήσει για τον πρώτο χορό.

Από το βιβλίο "Ένα ΚΕΙΜΗΛΙΟ Το ΠΥΡΓΙ της ΧΙΟΥ" σελ. 145 που εκδόθηκε το 1992 από τον ΣΥΛΛΟΓΟ ΠΥΡΓΟΥΣΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ "ΤΟ ΠΥΡΓΙ ΧΙΟΥ". Τα τραγούδια και τα σχόλια των τραγουδιών προέρχονται από το βιβλίο "ΤΟ ΠΥΡΓΙ ΤΗΣ ΧΙΟΥ" του Γεωργίου Ισ. Γιαννακή.
© 2005 ΤΟ ΠΥΡΓΙ ΤΗΣ ΧΙΟΥ Created by: George Toumpos and Giannis Kampas     web master: K.Theotokas