ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΕΘΙΜΑ ΑΠΟΚΡΙΕΣ

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ

Στο Πυργί, από πολύ παλιά χρόνια, έχει τις ρίζες της η περίοδος της Καρκαλούσας (καρναβαλιού) που άρχιζε από το άνοιγμα του Τριωδίου. Η περίοδος αυτή ήταν κάθε βράδυ γεμάτη χαρές και σύμφωνα με την παράδοση, οι κοπέλλες συντροφιασμένες μαζί και με τους δικούς των, συγκεντρωνόντουσαν στο σπίτι, που θα είχαν ορίσει από κοινού, σύμφωνες ότι θα παρακάμνανε (θα καθόντουσαν παρέα), για να περιμένουν τις καρκαλούσες, που κάθε βράδυ γινότανε 10-15 κοπάδια και οι δρόμοι του Χωρίου είχαν τον θόρυβο τους, με την κίνηση τους, από σπίτι σε σπίτι. Τα σπίτια που παρακάμνανε, ήταν 10-15 και όλα σε όλους γνωστά.
Τα παλληκάρια αφού σχεδιάζανε ένα χωρατό, με σκετς παρμένο από πρόσφατα γεγονότα του τόπου η και από κάτι εντυπωσιακό, που είχε συμβεί παλαιότερα, το πλουτίζανε με πολύ χωρατό για να χαρίζει το γέλιο, βγαίνανε στην βόλτα. Κάνανε πρώτα τις πρόβες τους, διορθώνανε πιο πολύ την υπόθεση και ντυνόταν τα ρούχα που ο ρόλος καθενός χρειαζόταν. Υπήρχαν δε ορισμένα παλληκάρια που είχαν ταλέντο και επίσης ηλικιωμένοι τους οποίους οι νέοι τραβούσαν μαζί τους για να δώσουν πιο πολύ ζωντάνια στο χωρατό.
Ξεκινούσαν λοιπόν και σε κάθε σπίτι μπαίνοντας την πόρτα, φωνάζανε παρατεταμένα, «παρακάμνετε»; και πάνω από το σπίτι οι κοπέλλες που με τόση αγωνία περίμεναν, αποκρινόταν παρατεταμένα επίσης «παρακάμνομεν» και σπεύδανε με γέλιο και χαρά να υποδεχθούν το κοπάδι τις καρκαλούσες. Μπαίνανε μέσα στο σπίτι με το μεγάλο χώρο τον γιομάτο από κόσμο και παρουσιάζανε το χωρατό τους, που όλοι ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Στο τέλος κερνούσανε στα καρναβάλια κρασί ή ρακί, όπου και αποχωρούσαν.
Μετά άλλο κοπάδι και άλλο και άλλο, ως που η ώρα περνούσε τα μεσάνυχτα κι αφού πια δεν υπήρχε πρόβλεψη για νάρτει άλλο κοπάδι, τότε όλοι διαλύανε για να επανέλθουν το άλλο βράδυ. Οι κοπέλλες είχανε μαζί τους εργόχειρα και κεντούσανε τις ώρες που δεν γινότανε χωρατό.
Αυτό γινόταν όλην την περίοδο μέχρι την Τυρινή, εκτός από κάθε Σάββατο βράδυ και Κυριακή, όπου την Τυρινή θα ήταν το αποκορύφωμα του χορού. Και δεν γινόταν Σάββατο και Κυριακή βράδυ χωρατά γιατί γινόταν ο διπλός στο Λειβάδι, στην Πατασά και στου Ξένου, τοποθεσίες μέσα στο Χωριό, που μαζευόντουσαν της περιοχής κοπέλλες και παλληκάρια και χέρι με χέρι σταυρωτά, κρατούσανε 40 - 50 μαζί σε γύρω, περπατώντας σε ειδικά βήματα και κρατώντας στα χέρια μόνο οι κοπέλλες κεριά
αναμμένα, όπου και τραγουδούσαν τον διπλιάτικο. Τα κεριά τα προσφέρανε τα παλληκάρια από τα διπλανά μαγαζιά. Έτσι ήταν το έθιμο.
Τραγούδια λέγανε σχεδόν όλοι καθώς ο καθένας ταίριαζε ή και τόπαιρνε από τον διπλανό του, αν δεν είχε φροντίσει πιο πριν να μάθει τουλάχιστον ένα.
Εδώ παραθέτω μερικά από τα τραγούδια του διπλού και αφήνω σε ορισμένα σημεία τον ιδιωματισμό της γλώσσας για να έχουν το παρθενικό τους μοτίβο.

Αρχισε γλώσσα μου άρχισε τραγούδια ν άραδιάεις,
τον έρωτα με τα σπαθιά να τόνε κομαθιάεις.
Κομάθια κι αν τον κάμουνε και στο γιαλό τα ρίξουν,
πάλι τα κομματάτσα του, όπου βρεθούν θα σμίξουν.

Και τα δυο δίστιχα μιλούν για τον ερωτά. Στο πρώτο τα σπαθιά κομματιάζουν τον έρωτα, το δεύτερο τον έρωτα τον παρουσιάζει τόσο αδιάσπαστον, τόσον ζωηρόν, που, κι αν ακόμα κομματιαστεί και τα κομμάτια ριχτούνε στη θάλασσα ως να είναι σώμα, πάλι τα κομμάτια του θα σμίξουνε συναντούμενα. Το σατυρικό δεν έλειπε από κάθε εκδήλωση.

Διπλό, διπλό βρ αμάν αμάν
κι έρχοντ ελιές με ταραμάν
κι έρχονται και κρομμύδια
ως τη Λαμπρή την ίδια.

Ας πει τραβούδια τσ η Μαρού πολλών λογιών που ξέρει,
για του Μαγιού τα πούλουδα τσαι τ άσπρο περιστέρι.
(Ασπρο περιστέρι ελόγιζε τον άγαπητικό).

Και ένα δίστιχο με απόκριση, που τις τέτοιες περιπτώσεις τις λέγανε καρσιλαμά και αυτός ο καρσιλαμάς μπορεί να συνεχίσει ώρες αν τύχει να μπλεχτούνε ταλαντούχοι.

Έχτές βράδυ που κάμανε τις τόες πατουνάδες,
όλοι των ήταν μέθυσοι λιάϊν τσαι φαγάδες.

Και ακολουθεί η απόκρισης από το παλληκάρι που ήτανε στις χτεσυνοβραδυνές πατουνάδες και τσουχτερή.

Έχτές βραδύ γυρίσαμεν τις όμορφες κοπέλλες
τσ επίτηδες ξεχάσαμεν μόνον τις κατσιδέλες.

Και άλλο τραγούδι σε καρσιλαμά από χωρατατζήδες, που δεν παραξηγιόντουσαν, όσο κι αν ήταν καυστικά τα μεταξύ τους τραγούδια, φυσικά με έννοιες παρμένες μέσα από την καθημερινή τους ζωή. Ο πρώτος καυχιόταν την καλοπέραση του. Ο δεύτερος τον μαστιγώνει.

Ζωή που την περνώ παιδιά μέσα στο σπιτικό μου,
ότι ζητήσω γίνεται σα χάρισμα δικό μου.

Και η απάντηση.

Αβάρετος καλαναρχά την καλοπέρασην του,
σε μας που την εξέρομεν παιδιά την αίρεσην του.
Στο σπίτι των περνούσανε με σύκα φουρνιασμένα,
τσαι που τσαι που καμμιά τσιβιά μ ότι σκουλητσασμένα.
Κι ακόμη αν γυρίσαμε στους πρωτινούς των χρόνους
ετρώαν κλιθαρόψωμο, ελιές τσαι σαλιακόνους
τσαι πάνω στο τραπέζι των χορεύγαν τα κρομμύδια,
σαν που τσαι οχλοτριπηδούν σπίνοι στα τσεραμίδια.

Τα τραγούδια που είχε κάθε μια εποχή, ήτανε ρυθμισμένα σε διαφορετικούς ήχους και κάθε ρυθμός είχε μέσα του τη γοητεία, πού μεθούσε τον ακροατή και που αυτός, ο γοητευτικός ενθουσιασμός, προκαλούσε σε όλους τον ερεθισμό για τραγούδι. Και πάντοτε το τραγούδι έζωντάνευε και έλάμπρυνε τις συντροφιές στο χωριό, στα χωράφια, παντού σε ατμόσφαιρα φυσική, εκεί που με το κοντάρι τραβούσαν το νερό για τον κήπο, στο αλώνι που η Ψαρή με την Κότσινη σέρνανε τη λουκάνη, για να τρίψουν τα στάχυα φορώντας τα βοστόματα (φίμωτρα για να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς καθυστέρηση).

Και ύστερα από το πολύ χόρτασμα της καρκαλούσας, φθάναμε στην Κυριακή των βολών, όπου το καθιερωμένο φαγητό σε όλα τα σπίτια ήταν το χοιρινό με βόλους φιαγμένους από χοντρό (αλεσμένο σιτάρι).
Την τελευταίαν Κυριακή μαζευόντουσαν σε ένα σπίτι πολλές οικογένειες, γειτόνοι, συγγενείς και φίλοι από ξέμακρες στενάδες (γειτονιές), και κάθε μια έφερνε μαζί της φαγητά, αυγά, τυριά, μουζύθρες και πηχτή από ψάρια και όλα προσφερόταν στο κοινό φαγοπότι, σε όλους που αποκριώνανε άδελφωμένα.

Την ημέραν αυτήν, την Τυρινή, από τις πρωινές ώρες, γυροφέρνανε στους δρόμους παιδιά ντυμένα αποκριάτικα, με ρούχα φροντισμένα και με πολλά στολίδια, γιατί η κάθε μάνα τόχε καμάρι της, να ντύσει το παιδί της πιο στολισμένα από τα άλλα παιδιά, όπου και από τις πρώτες απογευματινές ώρες παρουσιαζόταν και τα παλληκάρια φουστανελλοφόρα και λίγο - λίγο σμίγανε στις παρέες τους, που κάθε μια είχε και τη δική της ζυγιά (όργανα).
Παίρνανε καμμιά βότα την Πατασά σε χασάπικο χορό και η κάθε παρέα κατέληγε στο μαγαζί που θα την φρόντιζε για ποτά. Από την άλλη μεριά οι κοπέλες ντυμένες κι αυτές σε συντροφιές, βγαίνανε σε βόλτα και καταλήγανε κοντά σε ζυγιά, που τις είχαν ειδοποιήσει για τον πρώτο χορό.

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο "ΤΟ ΠΥΡΓΙ ΤΗΣ ΧΙΟΥ" ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥΣ ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ ΤΟΥ (Ο Παραμυθένιος Πολιτισμός των Πυργούσων) σελ. 37 του Γεωργίου Ισ. Γιαννακή. Έκδοση Φιλοτεχνικού Ομίλου Χίου το 1980.

© 2005 ΤΟ ΠΥΡΓΙ ΤΗΣ ΧΙΟΥ Created by: George Toumpos and Giannis Kampas     web master: K.Theotokas